Της Κατερίνας Κυριάκου (Ειδική Παιδαγωγός)

Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) εμφανίζεται με τη μεγαλύτερη συχνότητα σε σύγκριση με άλλα προβλήματα συμπεριφοράς στην παιδική ηλικία. Ο εκπαιδευτικός έρχεται συχνά αντιμέτωπος με μαθητές με ΔΕΠ-Υ. Επομένως θα πρέπει να είναι σωστά και καλά ενημερωμένος για τη διαταραχή αυτή και να συμβάλλει στην διάγνωση καθώς και στην αντιμετώπιση της.

Σύμφωνα με έρευνες, η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής είναι μια διαταραχή η οποία αφορά ένα ποσοστό περίπου 3-5% των παιδιών. Τα αγόρια φαίνεται να είναι πιο επιρρεπή στην εκδήλωση της διαταραχής αυτής σε σχέση με τα κορίτσια. Η διαφορά αυτή στη συχνότητα εκδήλωσης της διαταραχής εκτιμάται ότι εξαρτάται από το γεγονός ότι τα αγόρια παρουσιάζουν σε μεγαλύτερο βαθμό ανάρμοστη διαγωγή ή αντικοινωνική συμπεριφορά σε σχέση με τα κορίτσια. Ως εκ τούτου η συμπεριφορά των αγοριών γίνεται περισσότερο αντιληπτή και ο αριθμός των διαγνώσεων σε αυτά είναι πιο συχνός (Τσιάντης & Μανωλόπουλος, 1986).

Το πιο σημαντικό στοιχείο που καθιστά τον καθορισμό ενός παιδιού στο φάσμα ή όχι των διαταραχών της ΔΕΠ-Υ έγκειται στο γεγονός ότι η ίδια η διαταραχή παρουσιάζει πληθώρα συμπτωμάτων τόσο βασικών όσο και δευτερογενών.

Τα βασικά συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ είναι η υπερκινητικότητα, η ελλειμματική προσοχή και η παρορμητικότητα. Η υπερκινητικότητα αποτελεί το πιο τυπικό χαρακτηριστικό της διαταραχής αυτής. Η συμπεριφορά του παιδιού με ΔΕΠ-Υ στην κίνηση είναι βιαστική και αδέξια. Το ίδιο το παιδί ησυχάζει μόνο μετά από έντονη κούραση ή μετά από μεγάλη πίεση, συνήθως από τους γονείς (Βάρβογλη,2005 σελ. 242).

Τα χαρακτηριστικά που αφορούν την ελλειμματική προσοχή έχουν να κάνουν με γεγονότα όπως ότι ήδη από τη νηπιακή ηλικία τα παιδιά αυτά δεν ολοκληρώνουν αυτό που άρχισαν ενώ η προσοχή τους στρέφεται από τη μια ασχολία στην άλλη. Μπορούν να εστιάσουν την προσοχή τους κάπου μόνο για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα (Βάρβογλη, 2005, σελ. 242). Συχνά δημιουργούν την εντύπωση ότι δεν ακούν όταν τους μιλούν και αδυνατούν να ακολουθήσουν οδηγίες ή να ολοκληρώσουν σχολικές εργασίες. Σε γενικές γραμμές έχουν την τάση να αποφεύγουν εργασίες που απαιτούν προσπάθεια και συγκέντρωση.

Όσον αφορά την παρορμητικότητα τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ ενεργούν χωρίς να σκέφτονται τις συνέπειες των πράξεων τους, δεν περιμένουν τη σειρά τους, διακόπτουν τους άλλους και συχνά απαντούν πριν ολοκληρωθεί η ερώτηση. Το χαρακτηριστικό αυτό μπορεί εύκολα να αναγνωριστεί στη λύση γλωσσικών ασκήσεων, μαθηματικών προβλημάτων και στην ορθογραφία (Βάρβογλη, 2005).

Εκτός όμως από τα βασικά συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ είναι δυνατό να παρουσιάζονται και άλλα δευτερογενή συμπτώματα. Η συναισθηματική αστάθεια αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ΔΕΠ-Υ σε μακροπρόθεσμη βάση. Παρατηρούνται έντονες ταλαντεύσεις στην ψυχική τους διάθεση. Έτσι ενώ βρίσκονται αρχικά σε καλή ψυχική διάθεση, την οποία εκφράζουν με χαρά και χαμόγελα, λίγο αργότερα νευριάζουν, γίνονται επιθετικάή κλαίνε (Βάρβογλη, 2005, σελ. 243). Θεωρείται ότι το 50 % των παιδιών παρουσιάζουν σημαντικές δυσκολίες στο να διατηρήσουν κοινωνικές σχέσεις με άλλα παιδιά, με αποτέλεσμα να εμπλέκονται σε συνεχείς συγκρούσεις με τα αδέλφια τους και να απορρίπτονται από τους συμμαθητές τους. Αυτή η κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνική απομόνωση και στο στιγματισμό τους (Βάρβογλη, 2005, σελ. 243).

ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ:

Καταρχάς κάθε εκπαιδευτικός είναι απαραίτητο να γνωρίζει τις αδυναμίες, όπως και τις δυνατότητες κάθε παιδιού, τα επιτεύγματα και το επίπεδο προσωπικής και κοινωνικής του μόρφωσης, να γνωρίζει το ιατρικό του ιστορικό για να έχει πρόγνωση. Έτσι θα μπορεί να κρίνει το συγκεκριμένο επίπεδο ωριμότητας κι ανάπτυξης στο οποίο λειτουργεί ένα παιδί, ώστε να σχεδιάσει ένα ατομικό, κλιμακούμενο πρόγραμμα δράσης (Μπουσκάλια, 1993).

Συγκεκριμένες στρατηγικές που μπορούν να εφαρμοστούν αναφέρονται στη συνέχεια. Τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ μπορούν επαρκώς να βοηθηθούν με θεαματικά αποτελέσματα. Συνεργαζόμενοι οι γονείς και οι δάσκαλοι μπορούν να προσφέρουν ένα καλό μοντέλο ρόλων για το παιδί. Για αποτελεσματική αντιμετώπιση του παιδιού με ΔΕΠ-Υ πρέπει να εξασφαλιστεί ότι οι ενήλικοι που βρίσκονται στο σχολείο κατανοούν τις δυσκολίες. Καλό είναι να προσπαθήσουμε να θέσουμε το παιδί κοντά σε έναν ενήλικα που να μπορεί να επιτηρεί τη συμπεριφορά του. Να επιμένει στη βλεμματική επαφή όταν μιλά στο παιδί και να του λέει να επαναλαμβάνει τις οδηγίες. Να δίνει απλές ξεκάθαρες οδηγίες, ενώ εάν είναι απαραίτητο, να ταξινομεί τις εκτεταμένες οδηγίες σε αντιμετωπίσιμες ενότητες.

Τα μπροστινά καθίσματα προσφέρονται όχι μόνο για άμεση επέμβαση εκ μέρους του εκπαιδευτικού αλλά και επειδή η παρουσία του και μόνο κατευνάζει το ανήσυχο παιδί. Σε περίπτωση επέμβασης είναι καλύτερο ο δάσκαλος να ακουμπά το χέρι του στην πλάτη του μαθητή και να μιλά όσο γίνεται λιγότερο. Ο μαθητής αντιδρά πιο θετικά στα νεύματα. Τα λόγια, οι παρατηρήσεις και οι υποδείξεις συνήθως δε φέρνουν κανένα αποτέλεσμα και αυτό γιατί το πρόβλημα του παιδιού είναι η αδυναμία του να ελέγξει τις δραστηριότητες του. Με τις παρατηρήσεις δημιουργείται ένα αρνητικό γλωσσικό πρότυπο, δεδομένου ότι ο εκπαιδευτικός αναγκάζεται να εκφράζεται αρνητικά (σταμάτα, μη μιλάς..).

Απλές ενέργειες, όπως αυτές που αναγράφονται παρακάτω, έχει αποδειχθεί ότι επιδρούν θετικά στην όλη συμπεριφορά του παιδιού. Η παρέμβαση καλό είναι να γίνεται με μη λεκτικό τρόπο. Πιο αποδοτικό για να ηρεμήσει ένα υπερκινητικό παιδί είναι ο εκπαιδευτικός να σταθεί δίπλα του, να βάλει το χέρι του στους ώμους του και να αναπτύξει μαζί του ένα κώδικα επικοινωνίας με σύμβολα και νεύματα, όπως π.χ. το σύμβολο της ησυχίας ή μικρές καρτούλες με το σύμβολο STOP (Μάρκου, 1993). Απλές ενέργειες χειρισμοί και κανόνες εκ μέρους του εκπαιδευτικού μπορεί να έχουν πολύ θετικά αποτελέσματα. Επίσης ο εκπαιδευτικός είναι ορθό να παρέχει στο παιδί με ΔΕΠ-Υ ευκαιρίες να εκτονώνεται, διαφορετικά θα το κάνει το παιδί από μόνο του αναστατώνοντας ολόκληρη την τάξη.

Δάσκαλος και παιδιά μπορούν να φτιάξουν έναν κώδικα λειτουργίας με συγκεκριμένους κανόνες, οι οποίοι να τηρούνται από όλα τα παιδιά της τάξης. Τέτοιου είδους κανόνες είναι οι παρακάτω:

§ σηκώνω πάντα το χέρι μου πριν μιλήσω,

§ περιμένω μέχρι να έρθει η σειρά μου,

§ περιμένω να τελειώσει αυτός ή αυτή που μιλάει,

§ ακούω και προσέχω αυτόν ή αυτή που μιλάει,

§ δεν κοροϊδεύω κανέναν για αυτά που λέει.

Η σχολική μάθηση πρέπει να απαιτεί την προσαρμογή του προγράμματος στις ανάγκες του παιδιού ή την αναπροσαρμογή του όταν αναγνωριστούν οι ειδικές ανάγκες του παιδιού. Επιπλέον μέσα από την παιδαγωγική πράξη πρέπει να αντιμετωπιστούν και τα προβλήματα συμπεριφοράς του παιδιού μέσα από προγράμματα τροποποίησης της συμπεριφοράς (Taylor, 1992) και σε αυτό τον τομέα σημαντικό ρόλο θα παίξει ο εκπαιδευτικός.

Στην παιδαγωγική παρέμβαση και αντιμετώπιση των παιδιών με ΔΕΠ-Υ επιπλέον προτείνονται εποικοδομητικές δραστηριότητες που ενέργειες που εμπεριέχουν ανάληψη μικρών ευθυνών.

Συγκεκριμένα επειδή ο αθλητισμός είναι ωφέλιμος για το υπερκινητικό παιδί, ο εκπαιδευτικό σε συνεργασία με την οικογένεια πρέπει να φροντίσουν για την ατομική και ομαδική άθληση του παιδιού της. Η εκτόνωση και η ανάγκη για ομαδική συμπεριφορά οικοδομούν εσωτερικές δομές κοινωνικοποίησης και αυξημένης κοινωνικότητας στο παιδί. Το ποδόσφαιρο δεν ενδείκνυται (Μάρκου 1993). Επίσης ενδείκνυνται ασκήσεις ηρεμίας που το παιδί θα πρέπει να εξασκηθεί σταδιακά για να μπορεί να τις εφαρμόζει όταν τις χρειάζεται.

Το σύστημα ανταλλάξιμων αμοιβών είναι μια επιπρόσθετη και πολύ σημαντική παιδαγωγική μέθοδος. Αναγράφονται σε κάρτα συγκεκριμένοι  στόχοι, γίνεται προσπάθεια επίτευξης τους σε καθημερινή και εβδομαδιαία βάση. Η ημερήσια και εβδομαδιαία στόχευση στηρίζεται σε μετρήσιμα κριτήρια και δίνονται στο παιδί πολλές ευκαιρίες για την υλοποίηση τους. Ταυτόχρονα επεξηγείται η κάρτα δράσης στο παιδί και οριοθετούνται οι μικρές και μεγαλύτερες αμοιβές ανάλογα με το μέγεθος της επιτυχίας. Η καθημερινή και εβδομαδιαία αξιολόγηση της προσπάθειας παίζουν σημαντικό ρόλο επειδή το παιδί συναισθάνεται την πρόοδο του, προσανατολίζει το μυαλό και τη συμπεριφορά του στο ορθό και παίρνει την αμοιβή του, που πρέπει να σχετίζεται με αντικείμενο των στόχων. Για παράδειγμα δε θα χρησιμοποιηθεί αυτή την ημέρα ή την εβδομάδα η κάρτα διότι οι στόχοι επιτεύχθηκαν με την έννοια ότι από τώρα και στο εξής το παιδί πλέον με ευθύνη και προγραμματισμό εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του. (Κουρέα, 2013)

Η διαφορετικότητα είναι ένα χαρακτηριστικό που υπάρχει σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες. Θα πρέπει να αποδεχόμαστε το διαφορετικό γιατί όλοι μας διαφέρουμε ο ένας από τον άλλο αφού ο καθένας μας διαθέτει τα δικά του χαρακτηριστικά τα οποία πρέπει να σεβόμαστε.

Κλείνοντας επισημαίνεται ότι η ΔΕΠΥ είναι μια κατάσταση που πρέπει να διαφοροποιείται μεν ώστε να δίνεται η σωστή αντιμετώπιση αλλά είναι απαραίτητο να αλληλοενημερώνονται και να συνεργάζονται ειδικοί, γονείς και εκπαιδευτικοί ώστε να υπάρξει μια ουσιαστική και αποτελεσματική παρέμβαση με σκοπό το καλό των παιδιών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Ø Βάρβογλη, Λ. (2005) Τι συμβαίνει στο παιδί; Νευροεξελικτικές διαταραχές της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας (1η εκδ.). Αθήνα: Καστανιώτη.

Ø Βάρβογλη, Λ., Γαλάνη, Μ,Μ., (2006), Η Διάγνωση της Διάσπασης της προσοχής, Πρακτικός Οδηγός, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα.

Ø Γιάννης Τσιάντης & Σωτήρης Μανωλόπουλος, Σύγχρονα Θέματα παιδοψυχιατρικής, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1986.

Ø Κουρέα, Λ. & Φτιάκα, Ε. (2003) Οι στάσεις των μαθητών χωρίς ειδικές ανάγκες προς συμμαθητές τους με ειδικές ανάγκες, ενταγμένους στο γενικό σχολείο. Στο Φτιάκα (2007) Ειδική και ενιαία εκπαίδευση στην Κύπρο (180-193). Αθήνα: Ταξιδευτής.

Ø Κουτάντος, Δ. (2005). Η εκπαίδευση παιδιών και νέων με μειωμένη όραση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Ø Μαράτου, Ο. (2009). Διαταραχές προσοχής: παιδικό σύνδρομο ή κοινωνικό «καταφύγιο»; Εισήγηση στο συνέδριο της ΑΕΡΕΑ: «Από την Ψυχική Αναστολή στην υπερκινητικότητα: Ψυχοπαθολογική προσέγγιση».

Ø Μάρκου, Ν,Σ., (1993), Δυσλεξία-Αρστεροχειρία, Κινητική Αδεξιότητα, Υπερκινητικότητα- Θεωρία, Διάγνωση και Αντιμετώπιση με Ειδικές Ασκήσεις, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.

Ø Μπεζεβέγκης, Η. (χχ). Εξελικτική Ψυχοπαθολογία. Αθήνα.

Ø Μπουσκάλια, Λ. (1993). Άτομα με ειδικές ανάγκες και οι γονείς τους. Μια πρόκληση στη συμβουλευτική. Αθήνα: Γλάρος.

Ø Taylor, E. (1992). Υπερκινητικότητα και διαταραχές διαγωγής: Πρόκληση για τον κλινικό και το δάσκαλο. Στο Πεπραγμένα συμποσίου : Παιδιά με υπερκινητικό σύνδρομο και διαταραχές διαγωγής. Πρόκληση για τους ειδικούς και το σχολείο.(1992) Αθήνα: Παιδοψυχιατρική εταιρεία Ελλάδας.